ἀγρεύει

ἀγρεύει
ἀγρεύω
take by hunting
pres ind mp 2nd sg
ἀγρεύω
take by hunting
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάναγρος — πάναγρος, ον (Α) αυτός που αγρεύει τα πάντα, που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα, πανάγρετος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγρός (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύ αγρος] …   Dictionary of Greek

  • παναγρεύς — παναγρεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που συλλαμβάνει κατά την άγρα οτιδήποτε, αυτός που αγρεύει τα πάντα, πανάγρετος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγρεύς (< ἄγρα «κυνήγι»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”